- νιαούρισμα
- το [νιαουρίζω]1. η φωνή τής γάτας2. μονότονη και πολύ ενοχλητική ανθρώπινη φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιαούρισμα — το, ατος 1. η φωνή της γάτας. 2. το κλαψούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
μιαούρισμα — και μιαούλισμα [μιαουρίζω] το νιαούρισμα … Dictionary of Greek
νευροφωνία — η ιατρ. νεύρωση κατά την οποία ο ασθενής εκθάλλει οξεία φωνή που μοιάζει με κρωγμό ή βέλασμα ή νιαούρισμα … Dictionary of Greek
νιάνιαρο — το πολύ μικρό παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. ηχομιμητικά είτε από τη φωνή τής γάτας νιάου νιάου, επειδή το κλάμα τού μικρού παιδιού ακούγεται σαν νιαούρισμα, είτε ίσως από τον τ. νιανιά] … Dictionary of Greek
νιάου-νιάου — 1. η φωνή τής γάτας, το νιαούρισμα 2. φρ. «τί κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια» λέγεται για κάτι ολοφάνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., από τη φωνή τής γάτας] … Dictionary of Greek
νιαουρίζω — 1. (για γάτα) κάνω νιάου νιάου 2. (για πρόσ.) μιλώ με φωνή μονότονη και ενοχλητική ή κλαίω με τρόπο που θυμίζει νιαούρισμα γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ., από την κραυγή τής γάτας νιάου νιάου + κατάλ. ρίζω (πρβλ. μιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
νιαουρητό — το νιαούρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιαουρίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. χασμουρ ητό)] … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek